ἄλλος

ἄλλος
-η,-ον + A 12-19-10-22-45=108 Gn 19,12; 41,3.6.23; Ex 4,13
(an)other Gn 41,3; ἄλλος another (without subst.) Ex 4,13
ἄλλος ἀλλαχῇ one here, another there Wis 18,18; εἴ τίς σοι ἄλλος ἔστιν ἐν τῇ πόλει should you have sb else in the city Gn 19,12
*2 Sm 7,23 ἄλλο other-אחר for MT אחד one, see also 1 Sm 14,4; 1 Kgs 18,6.23; Ez 19,5; Mal 2,15
Cf. SHIPP 1979 58.61; WALTERS 1973, 215; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἅλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλος — y masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο αόριστη αντωνυμία 1. φανερώνει κάτι διαφορετικό από τα ως τα τώρα γνωστά: Άλλα απ αυτά που βλέπεις δεν έχω. 2. διαφορετικός, αλλιώτικος: Να τον δεις, έγινε άλλος άνθρωπος. 3. στην αρχή δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων χωρίς άρθρο,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Alter Hercules = οὗτος ἄλλος Ἡρακλῆς. — См. Геркулес …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἄλλω — ἄλλος y neut nom/voc/acc dual ἄλλος y masc nom/voc/acc dual ἄλλος y neut gen sg (doric aeolic) ἄλλος y masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλα — ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλων — ἄλλος y neut gen pl ἄλλος y fem gen pl ἄλλος y masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλαι — ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλοιν — ἄλλος y neut gen/dat dual ἄλλος y masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”